- χρυσωνυμος
- χρυσώνυμοςχρῡσ-ώνῠμος2происходящий от слова «χρυσός» (κλῆσις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χρυσώνυμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει χρυσό όνομα, που έλαβε το όνομά του από τον χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πατρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χρυσωνυμία — ἡ, Μ [χρυσώνυμος] προσωνυμία από τη λέξη χρυσός («τὸ μὴ... τῇ χρυσωνυμίᾳ σεμνύνεσθαι», Ευστ.) … Dictionary of Greek